παροδίτης

παροδίτης
παροδί̱της , παροδίτης
passer-by
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παροδίτης — ό, θηλ. παροδῑτις, Α αυτός που περνά από τον δρόμο, ο διαβάτης, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάροδος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. συνοδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • παροδῖτα — παροδίτης passer by masc voc sg παροδίτης passer by masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδῖται — παροδίτης passer by masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδῖτιν — παροδίτης passer by fem acc sg παροδῖτις passer by fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδῖτις — παροδίτης passer by fem nom sg παροδῖτις passer by fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδῖθ' — παροδῖτα , παροδίτης passer by masc voc sg παροδῖτα , παροδίτης passer by masc nom sg (epic) παροδῖτι , παροδίτης passer by fem voc sg παροδῖται , παροδίτης passer by masc nom/voc pl παροδῖτι , παροδῖτις passer by fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίτας — παροδί̱τᾱς , παροδίτης passer by masc acc pl παροδί̱τᾱς , παροδίτης passer by masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • παροδώτας — ὁ, Α (δωρ. τ. τού παροδίτης*), διαβάτης, περαστικός …   Dictionary of Greek

  • παροδιτῶν — παροδῑτῶν , παροδίτης passer by masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”